- καλοζυγιάζω
- και καλοζυγίζω1. ζυγίζω κάτι καλά και με ακρίβεια2. είμαι ακριβής στα ζύγια μου3. μτφ. σταθμίζω κάτι στον νου μου με ακρίβεια, υπολογίζω κάτι σωστά, τό αναμετρώ με προσοχή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλοζυγιάζω — και καλοζυγίζω καλοζύγιασα και καλοζύγισα, καλοζυγιάστηκα και καλοζυγίστηκα, καλοζυγιασμένος και καλοζυγισμένος, ζυγίζω καλά: Μας τα δίνει καλοζυγισμένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλοζύγιαστος — και καλοζύγιστος, η, ο [καλοζυγιάζω] 1. (για πράγματα) αυτός που έχει ζυγιστεί με ακρίβεια, καλοζυγισμένος 2. μτφ. (για λόγους, σκέψεις, πράξεις) στοχαστικός, συνετός, καλοζυγισμένος, σταθμισμένος στον νου με σύνεση και προσοχή («καλοζύγιαστα… … Dictionary of Greek